- κοντυλοφόρος
- ογραφικός κάλαμος στο άκρο του οποίου προσαρμόζεται η γραφίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοντυλοφόρος — ο βλ. κονδυλοφόρος … Dictionary of Greek
κονδυλοφόρος — και κοντυλοφόρος, ο 1. (για φυτά) αυτός που έχει κονδύλους, κονδυλόρριζος 2. το αρσ. ως ουσ. ο κονδυλοφόρος όργανο γραφής, καλάμι ειδικό για γράψιμο, κυρίως το ξύλινο ή μετάλλινο ή πλαστικό στέλεχος, στην άκρη τού οποίου προσαρμόζεται η γραφίδα.… … Dictionary of Greek